Ενδιαφέρον για νέες καλλιέργειες εκδηλώνουν τα τελευταία χρόνια παραγωγοί του Έβρου, αξιολογώντας ότι οι παραδοσιακές δεν αποδίδουν τα αναμενόμενα οικονομικά οφέλη, σύμφωνα με τον αναπληρωτή καθηγητή του Τμήματος Αγροτικής Ανάπτυξης Ορεστιάδας και διευθυντή στο Εργαστήριο Δενδροκομίας, Κηπευτικών και Ανθοκομίας, Χρήστο Χατζησαββίδη.«Πολλοί στρέφονται σε καλλιέργειες όπως οι μηλιές και οι κερασιές. Αναζητούν δενδρώδεις καλλιέργειες, καρποφόρα δέντρα ή θάμνους, καθώς φαίνεται ότι έχουν καλύτερες προοπτικές». Από τις εναλλακτικές νέες καλλιέργειες γίνεται λόγος για το γκότζι μπέρι, το ιπποφαές και την αρώνια, που καλλιεργείται από ελάχιστους παραγωγούς.
«Η δενδροκομία μπορεί να αναπτυχθεί στον Έβρο, μελετώντας τις ιδιαιτερότητες του κάθε είδους σε σχέση με τις εδαφοκλιματικές συνθήκες της περιοχής, καθώς ο νομός απλώνεται σε μια μεγάλη έκταση με διαφορετικά χαρακτηριστικά ανάμεσα στο βόρειο και το νότιο τμήμα». Στον βορρά μπορούν να ευδοκιμήσουν είδη ανθεκτικά στο ψύχος (μηλιές, δαμασκηνιές, αχλαδιές, καρυδιές) αλλά και αυτοφυή (κρανιά, μουριά, κάποια είδη κορομηλιάς). Στον νότο κυριαρχεί η ελιά, αλλά μπορούν να ευδοκιμήσουν αμυγδαλιές, ροδιές που φυτεύτηκαν τα τελευταία χρόνια και γλυκές ποικιλίες λωτών.
Εκτιμά ότι το ενδιαφέρον στην δενδροκομία θα ενεργοποιηθεί μέσα από ομάδες και συνεταιρισμούς. «Ορισμένοι καλλιεργητές στρέφονται σε ομάδες παραγωγών εκτός Έβρου ή έχουν επαφή απευθείας με τη βιομηχανία για να πουλήσουν το προϊόν». Η ένταξη του αγρότη σε ομάδες διευκολύνει στην απορρόφηση του προϊόντος και την αντιμετώπιση των όποιων προβλημάτων. Επιπλέον, επιτυγχάνεται υψηλότερη τιμή για το προϊόν. «Μια μικρή ποσότητα συνεπάγεται μειωμένη διαπραγματευτική ικανότητα».
Η δενδροκομία απαιτεί συνήθως 3-4 χρόνια για να πάρει ο καλλιεργητής την πρώτη παραγωγή, επομένως οι επιλογές χρειάζεται να είναι καλά ζυγισμένες. «Η ανάπτυξη της δενδροκομίας πρέπει να γίνει με προσεκτικά βήματα, γιατί οι πολυετείς καλλιέργειες διατηρούνται τουλάχιστον για 15 χρόνια, οπότε τα όποια λάθη γίνουν στην εγκατάσταση επιβαρύνουν σοβαρά τον προϋπολογισμό και το κόστος καλλιέργειας. Χρειάζεται να προηγηθεί μελέτη της καταλληλότητας της περιοχής σε σχέση με το καλλιεργούμενο είδος, δηλαδή τις ανάγκες του φυτού, τις απαιτήσεις σε έδαφος και θερμοκρασίες, τα χαρακτηριστικά του μικροκλίματος και του εδάφους. Επίσης, απαιτείται έρευνα αγοράς για τη διάθεση του προϊόντος.
Ο παραγωγός θα καταφέρει να φτάσει στην παραγωγή, η οποία αυξάνει κάθε χρόνο, αλλά οφείλει να έχει εξασφαλίσει προορισμούς για το προϊόν και μάλιστα με ικανοποιητικές τιμές, γιατί πρόκειται για επιχειρηματική δραστηριότητα». Ο κ. Χατζησαββίδης μεταφέρει ότι ο Έλληνας αγρότης χρειάζεται να περνά από γεωργική σχολή, «ώστε να αποκτήσει βασικές γνώσεις στην φυτική παραγωγή, σε οικονομικά και άλλα θέματα». Οι Έλληνες παραγωγοί πρέπει να ξεφύγουν από τη νοοτροπία της μεγάλης ποσότητας και των επιδοτήσεων, να επενδύσουν στην ποιότητα και την βιολογική καλλιέργεια για να ανταπεξέλθουν στον ανταγωνισμό από τρίτες χώρες.