Επανασχεδιασμός του δικτύου αντιπυρικών ζωνών στην περιοχή του Σουφλίου, της Δαδιάς και της Αλεξανδρούπολης, χρήση της ελεγχόμενης καύσης για δασοκομικούς σκοπούς, δημιουργία στρατηγικών σημείων με χαμηλό φορτίο καύσιμης ύλης που θα λειτουργούν ως ζώνες ανάσχεσης της φωτιάς, και καλύτερη θωράκιση αστικών, στρατιωτικών και βιομηχανικών υποδομών στα μέτρα αυτοπροστασίας από τις δασικές πυρκαγιές, ώστε να μην απορροφούν επιπλέον πόρους της Πυροσβεστικής. Αυτές είναι ορισμένες από τις συστάσεις Ισπανών εμπειρογνωμόνων που είχαν επισκεφθεί τον Εβρο μετά τις πολυήμερες καταστροφικές πυρκαγιές του περασμένου καλοκαιριού.
Η πρώτη εστία εκδηλώθηκε στις 19 Αυγούστου, κινήθηκε προς την ακτή και προς αστικές περιοχές, αναγκάζοντας το σύστημα καταστολής να ακολουθήσει αμυντική στρατηγική.
Η συμβουλευτική ομάδα των οκτώ ειδικών που συγκροτήθηκε από το ισπανικό υπουργείο Οικολογικής Μετάβασης και Δημογραφικής Πρόκλησης έφθασε στη χώρα μας στις 17 Σεπτεμβρίου 2023 και παρέμεινε για 16 ημέρες, μιλώντας με επιχειρησιακά στελέχη και πραγματοποιώντας έρευνα στο πεδίο. Είχε προηγηθεί αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης για την ενεργοποίηση του μηχανισμού Πολιτικής Προστασίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ώστε να παρασχεθεί πρόσθετη τεχνογνωσία στην ανάλυση των πυρκαγιών του Εβρου. Οι Ισπανοί ερευνητές μελέτησαν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά τις ημέρες προέλασης της φωτιάς, καθώς και τον τρόπο αντιμετώπισης και κατέγραψαν τις διαπιστώσεις τους σε ένα πόρισμα 80 σελίδων που παρουσιάζει η «Κ».
Οπως σημειώνουν, η πρώτη φωτιά που εκδηλώθηκε στον Εβρο στις 19 Αυγούστου 2023 κινήθηκε προς την ακτή και προς αστικές περιοχές, «αναγκάζοντας το σύστημα καταστολής να ακολουθήσει αμυντική στρατηγική για την προστασία ανθρώπων και περιουσιών». Η συγκέντρωση των πόρων πυρόσβεσης σε αυτές τις δράσεις επέτρεψε στην πυρκαγιά να ανοίξει στις πλευρές και να ακολουθήσει νέες διαδρομές προς άλλες κατοικημένες περιοχές, αναγκάζοντας τις δυνάμεις να αναζητούν διαρκώς νέους πόρους για να καλύψουν άλλα ευάλωτα σημεία.
Σύμφωνα με τους Ισπανούς εμπειρογνώμονες, ο παράγοντας που εξηγεί το τελικό καταστροφικό αποτέλεσμα ήταν η συμπεριφορά της δεύτερης πυρκαγιάς που ξέσπασε στις 21 Αυγούστου στη Δαδιά. Οπως αναφέρουν, σε διάστημα 13 ωρών διήνυσε 50 χιλιόμετρα με μέση ταχύτητα περίπου στα 4 χλμ./ώρα, αυξάνοντας την περίμετρό της κατά περισσότερα από 130 χλμ. Επεκτάθηκε με νέα ανοίγματα προς τη δεξιά πλευρά και ανέπτυξε σημειακές πυρκαγιές, με εκτιμώμενα μήκη φλόγας άνω των 40 μέτρων.
Οι Ισπανοί σημειώνουν ότι και κατά τη διάρκεια της νύχτας αυτή η πυρκαγιά διατηρούσε την ίδια συμπεριφορά, «καθιστώντας αδύνατη την πραγματοποίηση ελιγμών ελέγχου». Θεωρούν ότι η δεύτερη πυρκαγιά ήταν «εκτός της ικανότητας καταστολής οποιασδήποτε υπηρεσίας δασοπυρόσβεσης». Ο απολογισμός ήταν τραγικός. Οι δύο πυρκαγιές ενώθηκαν σε μία καίγοντας συνολικά περισσότερα από 960.000 στρέμματα, η μεγαλύτερη καταστροφή που έχει καταγραφεί ποτέ στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Οι Ισπανοί διαπίστωσαν ότι δεν υπήρξαν διαφορές στη συμπεριφορά της πυρκαγιάς ανάλογα με τα είδη βλάστησης. «Οι βελανιδιές κάηκαν με την ίδια ένταση και σφοδρότητα όπως τα πεύκα», αναφέρουν. «Αυτό αποδεικνύει ότι το θεμελιώδες είναι η δομή, η συνέχεια και η διαθεσιμότητα της καύσιμης ύλης και όχι το είδος».
Στο πόρισμά τους αναφέρουν ακόμη ότι το υφιστάμενο δίκτυο αντιπυρικών ζωνών δεν μπόρεσε να περιορίσει την εξάπλωση της φωτιάς. «Πρέπει να γίνει αποδεκτό ότι η συμπεριφορά των σημερινών και των μελλοντικών πυρκαγιών θα υπερβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις τις σημερινές αντιπυρικές ζώνες», διαπιστώνουν. Προτείνουν επεμβάσεις σε μεγαλύτερη έκταση με τη δημιουργία περιοχών χαμηλού φορτίου καύσιμης ύλης, είτε με τη χρήση ελεγχόμενης καύσης ή μέσω της κτηνοτροφίας.
Σημειώνουν ότι αυτού του είδους οι δασικές πυρκαγιές μετατρέπονται σε καταστάσεις «πολλαπλής έκτακτης ανάγκης», λόγω της γειτνίασης με αστικές περιοχές, αυτοκινητοδρόμους, στρατιωτικές βάσεις και γραμμές ηλεκτροδότησης. Γι’ αυτό υπογραμμίζουν ότι οι διοικητές συμβάντων θα πρέπει να έχουν κατάλληλες οδηγίες και να διαχειρίζονται τους πόρους με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο. Ακόμη προτείνουν την πραγματοποίηση προσομοιώσεων για να εντοπιστούν οι τομείς του συστήματος που χρειάζονται ενίσχυση.
Ο συντονισμός
Πέρα από την ομάδα των Ισπανών ειδικών, ξεχωριστό πόρισμα για τις φωτιές του Εβρου είχε ετοιμάσει και επιτροπή του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΓΕΩΤΕΕ). Σε αυτό αναγνωρίζονται οι δύσκολες συνθήκες που επικρατούσαν, παράλληλα όμως επισημαίνονται και προβλήματα συντονισμού που παρατηρήθηκαν στο πεδίο. Μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι υπήρχαν δυσκολίες στην άμεση λήψη αποφάσεων σε επιχειρησιακό επίπεδο από τον τοπικό συντονιστή, επισημαίνοντας ότι μπορεί αυτός να άλλαζε ανά 24 ώρες προκαλώντας κενά στην επιχειρησιακή δράση.
Η επιτροπή του ΓΕΩΤΕΕ επισημαίνει ακόμη ότι το σύστημα επικοινωνίας και μεταφοράς εντολών για δράσεις που πρέπει να λαμβάνονται στο μέτωπο της πυρκαγιάς δεν είναι αποτελεσματικό με τη σημερινή μορφή του. Αναφέρει ότι θα ήταν πιο αποτελεσματική η δυνατότητα λήψης επιχειρησιακών αποφάσεων σε τοπικό και όχι κεντρικό επίπεδο, σε άμεσο χρόνο.
Ωστόσο, ζητήματα συντονισμού και επικοινωνίας διαπιστώθηκαν και σε τοπικό επίπεδο στον Εβρο. Οπως επισημαίνεται σε αυτό το πόρισμα, λόγω της πολυδιάσπασης των μετώπων της πυρκαγιάς «δεν υπήρχε η δυνατότατα άμεσης επικοινωνίας του επικεφαλής των πυροσβεστικών δυνάμεων με την τοπική δασική υπηρεσία, ώστε να υπάρχει πληροφόρηση για τα ενεργά μέτωπα στα οποία επιχειρούσαν δασεργάτες ή εθελοντές».
Τα μέλη της επιτροπής του ΓΕΩΤΕΕ αναφέρονται στο πόρισμά τους και στο επιχειρησιακό δόγμα πυρόσβεσης, το οποίο «με τον τρόπο που καθορίζει και ιεραρχεί τις προτεραιότητες αποδείχθηκε ανεπαρκές, γιατί ουσιαστικά διασπά τις δυνάμεις ανάμεσα στις πόλεις, τις ανθρώπινες υποδομές και τα δάση, αφήνοντας τα τελευταία απροστάτευτα».