Με απόφαση της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο Πατριάρχης Κύριλλος ΣΤ΄ αναγνωρίστηκε ως άγιος.
Η εν λόγω διαδικασία ουσιαστικά σημαίνει την ,αιώνες μετά το μαρτυρικό θάνατο του, οικουμενική αναγνώριση της Αγιοσύνης του Ιερομάρτυρα Κύριλλου του ΣΤ’ την μνήμη του οποίου η Εκκλησία γιορτάζει στις 18 Απριλίου.
Η απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου:
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ
Συνῆλθε σήμερον, 11ην τ.μ. Ἰανουαρίου 2022, ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος εἰς τάς τακτικάς συνεδρίας τοῦ μηνός Ἰανουαρίου, ὑπό τήν προεδρίαν τῆς Α. Θ. Παναγιότητος, καθ᾿ ἥν:
α) Φιλοτιμίᾳ καί προαιρέσει Αὐτῆς, εἰσηγήσει δέ τῆς Κανονικῆς Ἐπιτροπῆς, κατετάγησαν εἰς τό Ἁγιολόγιον τῆς κατ᾿ Ἀνατολάς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας οἱ μαρτυρικῶς τελειωθέντες ἀοίδιμοι Προκάτοχοι Αὐτῆς Οἰκουμενικοί Πατριάρχαι Κύριλλος Α΄, ὁ Κρής, ὁ Λούκαρις, καί Κύριλλος Στ΄, ὁ Θρᾷξ, μεγάλως ὑπέρ τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν πίστεως ἀγωνισθέντες.
β) Συζητήσεως γενομένης περί τῆς ἀντικανονικῆς εἰσπηδήσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας εἰς τήν δικαιοδοσίαν τοῦ παλαιφάτου Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας, ἐξεφράσθη ὁμοφώνως ἡ ἀδελφική πρός αὐτό συμπαράστασις τῆς Πρωτοθρόνου Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, ἐπιφυλασσομένης ὅπως πράξῃ πᾶν τό ἐπ’ αὐτῇ διά τήν ἀποκατάστασιν τῆς κανονικῆς τάξεως ἐν τῇ Ἀφρικανικῇ Ἠπείρῳ.
Ἐκ τῆς Ἀρχιγραμματείας τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου.
Ο βίος του Πατριάρχη Κύριλλου ΣΤ΄:
Ο Άγιος Ιερομάρτυρας Κύριλλος ο ΣΤ’, ο επιλεγόμενος Σεραπετζόγλου (το κοσμικό του όνομα ήταν Κωνσταντίνος Σερπεντζόγλου), καταγόταν από την Αδριανούπολη και διδάχθηκε τα εγκύκλια γράμματα στη σχολή της γενέτειράς του. Υπηρέτησε ως αρχιδιάκονος στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Το έτος 1803 μ.Χ. χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Ικονίου και μετετέθη στην Αδριανούπολη το έτος 1810 μ.Χ. Στις 4 Μαρτίου του 1813 μ.Χ., εξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ήταν αυτός που συνέστησε τη εκκλησιαστική μουσική σχολή υπό τους τρεις διδασκάλους της νέας μεθόδου, το έτος 1815 μ.Χ. Υπήρξε φίλος των γραμμάτων και κήρυττε συνεχώς τον Θείο λόγο. Στις 13 Δεκεμβρίου του 1818 μ.Χ. παύθηκε από τον πατριαρχικό θρόνο και αναχώρησε για την πατρίδα του, την Αδριανούπολη, όπου υπέστη μαζί με άλλους είκοσι επτά κληρικούς και προύχοντες τον διά αγχόνης θάνατο, το έτος 1821 μ.Χ., ως ενερχόμενος, σύμφωνα με το φιρμάνι που διέτασσε τον απαγχονισμό, στο κίνημα που προετοίμαζε την ελευθερία του Ρωμαϊκού έθνους. Η απόφαση για τον απαγχονισμό του Αγίου Κυρίλλου έχει ως εξής: «Ἐπειδὴ ἐξηκριβώθη ὅτι ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει Πατριάρχης τῶν Ρωμαίων, ὁ ἀπολυθεῖς καὶ εἰς Ἀδριανούπολιν ἐξορισθεῖς Κύριλλος, ὁ προκάτοχος τοῦ φονευθέντος Πατριάρχου, ἐνέχεται εἰς τὸ κίνημα τὸ παρασκευαζόμενον μεταξὺ τοῦ Ρωμαϊκοῦ Ἔθνους καὶ πρέπει νὰ ἐξαφανισθῆ καὶ οὗτος ἀπὸ προσώπου γῆς, πρὸς παραδειγματισμόν, ἐξέδωκα τὸ μυστικὸν τοῦτο φιρμάνιον καὶ διατάσσω τὸν ἀπαγχονισμὸν τοῦ Κυρίλλου. Νὰ τὸν συλλάβης ἀμέσως καὶ νὰ τὸν κρεμάσης μὲ τὴν περιβολήν του ἐντὸς τῆς Ἀδριανουπόλεως». Το σώμα του, αφού παρέμεινε κρεμασμένο για τρείς ημέρες, πετάχτηκε τελικά στον ποταμό του Έβρου για να βρεθεί και να ταφεί λίγο αργότερα από τον χωρικό Χρήστο Αργυρίου. Τα λείψανά του μετεφέρθησαν έπειτα από χρόνια στην μητρόπολη της Ανδριανουπόλεως.