Οι Ελληνικές Αρχές αρνούνται συστηματικά την πρακτική των pushbacks στα ελληνικά σύνορα
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έκρινε την Ελλάδα ένοχη για τη διενέργεια «συστηματικών» απωθήσεων επίδοξων αιτούντων άσυλο (pushbacks), διατάσσοντάς το ελληνικό κράτος να αποζημιώσει μια γυναίκα που απελάθηκε με τη βία πίσω στην Τουρκία παρά τις προσπάθειές της να ζητήσει προστασία στη χώρα.
Το δικαστήριο με έδρα το Στρασβούργο επιδίκασε στην καταγγέλλουσα αποζημίωση ύψους 20.000 ευρώ, επικαλούμενο στοιχεία ότι η Ελλάδα συμμετείχε σε παράνομες απελάσεις όταν απομακρύνθηκε η γυναίκα.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σημείωσε ότι «πολλές επίσημες εκθέσεις περιγράφουν λεπτομερώς μια συστηματική πρακτική εκ μέρους των ελληνικών αρχών, σύμφωνα με την οποία οι αλλοδαποί υπήκοοι που εισέρχονταν παράνομα στο ελληνικό έδαφος προκειμένου να αναζητήσουν άσυλο στέλνονταν πίσω στην Τουρκία από την περιοχή του Έβρου και τα ελληνικά νησιά».
Βάσει των καταγγελιών και μαρτυριών ατόμων που ισχυρίστηκαν ότι υπήρξαν θύματα «επαναπροωθήσεων» στα ελληνικά χερσαία ή θαλάσσια σύνορα, οι εν λόγω αναφορές περιέγραφαν έναν αρκετά ομοιόμορφο τρόπο δράσης εκ μέρους των ελληνικών αρχών στο θέμα αυτό. Επιπλέον, στην ίδια διαπίστωση είχαν καταλήξει τόσο τα εθνικά όργανα για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όσο και διεθνείς οργανισμοί όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης ή ακόμη και ο ΟΗΕ, του οποίου ο ειδικός εισηγητής για τα ανθρώπινα δικαιώματα είχε υποστηρίξει ότι, στην Ελλάδα, οι «απωθήσεις» μεταναστών στα χερσαία και θαλάσσια σύνορα ήταν πλέον ουσιαστικά συνήθης πρακτική.
Λαμβάνοντας υπόψη τον σημαντικό αριθμό, την ποικιλία και την ομοφωνία των σχετικών πηγών, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχαν ισχυρές ενδείξεις που υποδηλώνουν ότι στην υπόθεση της καταγγέλλουσας υπήρχε μια συστηματική πρακτική «απωθήσεων» υπηκόων τρίτων χωρών, από τις ελληνικές αρχές από την περιοχή του Έβρου προς την Τουρκία.
Στην απόφαση που δημοσιεύτηκε την Τρίτη, 7 Ιανουαρίου, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έκρινε επίσης ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε αντικρούσει επιτυχώς τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία παρέχοντας μια ικανοποιητική και πειστική εναλλακτική εξήγηση.
Είναι η πρώτη φορά που η Ελλάδα καταδικάστηκε για την άσκηση της πολιτικής των pushbacks, μία πρακτική την οποία η ελληνική κυβέρνηση αρνείται κατηγορηματικά ότι χρησιμοποιεί. Πρόκειται, επίσης, για την πρώτη φορά που το δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων εξέτασε καταγγελία για επαναπροώθηση από τις ελληνικές αρχές, σε μία απόφαση που ο Guardian αποκάλεσε «πιθανώς πρωτοποριακή»
Το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες (ΕΣΠ), το οποίο είχε αναλάβει την υπόθεση και παρείχε νομική εκπροσώπηση στην καταγγέλλουσα, χαρακτήρισε το πόρισμα «απόφαση ορόσημο».
Η γυναίκα, η οποία προσδιορίζεται με τα αρχικά της ως ARE στα δικαστικά έγγραφα, κατέθεσε την υπόθεση ενώπιον του δικαστηρίου το 2021, σχεδόν δύο χρόνια μετά την απέλασή της, τον Μάιο του 2019, επί τότε κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Μια προηγούμενη προσπάθεια να εκδικαστεί η καταγγελία στην Ελλάδα απορρίφθηκε από εισαγγελέα εφετών στη Θράκη, με την αιτιολογία ότι η ελληνικές αρχές «ποτέ» δεν ασκούν τέτοια δραστηριότητα.
Πώς έγινε η επαναπροώθηση της γυναίκας στην Τουρκία
Συνελήφθη και κρατήθηκε ατύπως από τις ελληνικές αρχές και επαναπροώθηθηκε την ίδια μέρα στην Τουρκία χωρίς ποτέ να της δοθεί η δυνατότητα να ζητήσει άσυλο στην Ελλάδα. Μετά την επαναπροώθησή της στην Τουρκία, συνελήφθη από τις τουρκικές Αρχές και φυλακίστηκε στο πλαίσιο πολιτικής δίωξης, λόγω αποδιδόμενης σε αυτήν κατηγορίας ότι είναι μέλος παράνομης οργάνωσης στην Τουρκία.
Με την υποστήριξη του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες η A.R.E. κατέθεσε μήνυση ενώπιον του Εισαγγελέα της Ορεστιάδας, η οποία απορρίφθηκε και σε δεύτερο βαθμό από τον Εισαγγελέα Εφετών Θράκης, με την αιτιολογία ότι δεν υπήρχαν στοιχεία εναντίον της αστυνομίας και ότι η Ελλάδα, ειδικά η ελληνική αστυνομία, δεν διεξάγει ποτέ επαναπροωθήσεις στην Τουρκία.
Εν συνεχεία, η A.R.E. προσέφυγε ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, επικαλούμενη παραβιάσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), την οποία επίσης υποστήριξε το ΕΣΠ, οπότε και τελικά δικαιώθηκε.
Το διεθνές δικαστήριο, ωστόσο, αποδέχτηκε τον ισχυρισμό ότι η πρόσφυγας, η οποία διώκεται ως καταδικασμένο μέλος του θρησκευτικού κινήματος Γκιουλέν, όχι μόνο απελάθηκε με τη βία, αλλά κρατήθηκε παράνομα πριν από την απέλαση της. Μάλιστα, αυτή έγινε υπό συνθήκες μυστικότητας, με τη γυναίκα και άλλους αιτούντες άσυλο να εξαναγκάζονται από «κομάντος» με καλυμμένα τα χαρακτηριστικά τους να επιβιβαστούν σε φουσκωτή βάρκα για να επιστρέψουν στην Τουρκία.
Επικαλούμενη τα άρθρα 3 και 13 που απαγορεύουν τα βασανιστήρια και την απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, η απόφαση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ελληνικές αρχές ενήργησαν κατά σαφή παραβίαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η γυναίκα είχε καταφέρει να ανεβάσει ένα βίντεο που κατέγραφε το ταξίδι της στην Ελλάδα, μία απτή απόδειξη ότι είχε φτάσει στη χώρα, την οποία οι δικαστές έλαβαν υπόψη τους.
Η Μαρίνα Παπαμηνά, η οποία συντονίζει τη νομική μονάδα του ΕΣΠ και είχε ενεργήσει ως δικηγόρος της γυναίκας, δήλωσε ότι η απόφαση του δικαστηρίου και η αναγνώριση της παράνομης πρακτικής ισοδυναμεί με «δικαίωση για τα χιλιάδες θύματα που έχουν καταγγείλει τις απωθήσεις από τις ελληνικές αρχές στα ελληνοτουρκικά σύνορα».
«Οι ελληνικές αρχές πρέπει να σταματήσουν αυτή την παράνομη πρακτική», είπε.
Όπως αναφέρει ο Guardian, στις ακροάσεις, εκπρόσωποι της ελληνικής κυβέρνησης επανέλαβαν ότι η χώρα δεν πραγματοποιεί επαναπροωθήσεις, αμφισβητώντας τη γνησιότητα των στοιχείων που παρουσιάστηκαν και υποστηρίζοντας ότι οι συνοριακές πολιτικές της Ελλάδας είναι σύμφωνες με το διεθνές δίκαιο.
Παρόλο όμως που οι Ελληνικές Αρχές αρνούνται συστηματικά την πρακτική των pushbacks στα ελληνικά σύνορα. Η Απόφαση του Δικαστηρίου επιβεβαιώνει ότι οι επαναπροώθησεις στα ελληνικά σύνορα αποτελούν συστηματική πρακτική των ελληνικών αρχών, όπως αυτή ήδη καταγράφεται, επί σειρά ετών, από πολυάριθμες εκθέσεις διεθνών, ευρωπαϊκών και εθνικών οργανισμών καθώς επίσης και στις καθημερινές καταγγελίες από τα θύματα επαναπροωθήσεων.
Υπάρχουν επίσης, δεκάδες παρόμοιες υποθέσεις ενώπιον του δικαστηρίου του Στρασβούργου, ο Λευτέρης Παπαγιαννάκης, διευθυντής του Ελληνικού Συμβουλίου Προσφύγων.
Καλούμε τις αρμόδιες ελληνικές αρχές να σταματήσουν τις επαναπροωθήσεις και τις ελληνικές δικαστικές αρχές να διερευνούν αποτελεσματικά τις σχετικές καταγγελίες.
Η Μαρία Παπαμηνά, δικηγόρος της A.R.E. και συντονίστρια της Νομικής Υπηρεσίας του ΕΣΠ, δήλωσε: «Είναι εξαιρετικά σημαντική», είπε, προσθέτοντας ότι δημιουργεί προηγούμενο και θα λειτουργήσει ως «πιλοτική υπόθεση» για όλες τις εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον του δικαστηρίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων που αφορούν ισχυρισμούς για απωθήσεις κατά της Ελλάδας.