Τα Κόλιαντα
Οι προετοιμασίες στη Θράκη, ιδιαίτερα για τα αγόρια ξεκινούσαν από την αρχή της Σαρακοστής, δηλαδή τα κάλαντα των μικρών παιδιών από χωριά του Έβρου. Στη Θράκη τα παιδιά μέχρι το 1930 και λίγο αργότερα, από βδομάδες μπροστά και σαν έμπαινε η Σαρακοστή για τα Χριστούγεννα, άρχιζαν να ετοιμάζονται για τα «Κόλιαντα», κάνοντας πρόβες, φωνάζοντας στις γειτονιές κάθε βράδυ σχεδόν.
Έτσι το πρωί της Παραμονής των Χριστουγέννων, πανέτοιμα πλέον, με τις ομάδες τους ξεχύνονταν στα θεοσκότεινα σοκάκια του χωριού, κρατώντας στα χέρια τους χοντρά και μακρυά ξύλα, τις «τσουμάκες». Τα ξύλα αυτά δεν ήταν μόνο σύμβολο της γιορτής, που συμβολίζανε τα ραβδιά των ποιμένων της Βίβλου. Ήταν τα προστατευτικά τους μέσα από τις επιθέσεις των σκυλιών. Μ’αυτές επίσης θα χτυπούσαν τις πόρτες των σπιτιών, για να τους ανοίξουν. Στα χωριά των προσφύγων από την Ανατολική Θράκη τα παιδιά (πάντα τα αγόρια) έλεγαν τα δικά τους «κόλιντα», σαν αυτό που λένε ακόμα στο Φυλακτό, χωριό του Δήμου Τυχερού, του νομού Έβρου: «Κόλιντα μπάμπου-Δος μας μια κλουρίτσα-Ας είνι σταρίσια-Ας είνι καλαμποκίσια-Κόλιντα μπάμπου». Στο Πύθιο, χωριό της επαρχίας Διδυμοτείχου, τα μικρά παιδιά έβγαιναν στους δρόμους του χωριού, για να πουν τα «κόλιντα». Λέγαν λοιπόν τα Πυθιωτάκια : «Κόλιντα μπάμπου,τσικ,τσικ,τσικ». Στη Νέα Βύσσα, της επαρχίας Ορεστιάδας, τα μικρά παιδιά, κρατώντας το καθένα από μακριά βέργα, που στην άκρη κατέληγε σε θύσανο, την παραμονή των Χριστουγέννων, λέγανε το: «Κο,κο,κο-Μπι,μπι,μπι-Τικ,τικ,τικ-Κόλιντρα-Να τη φαν τα σκυλιά-Κι την αλιπούς-Πούφαγε μια πουλιά-Κι έναν κουτσοπέτεινου».Τα πολύ μικρά αυτά «τραγούδια», κατάλληλα όμως για την ηλικία τους, τα λέγανε τα αγοράκια από τις πρώτες πρωινές ώρες της Παραμονής μέχρι το μεσημέρι. Από εκεί και μετά είχαν το λόγο οι παρέες των μεγάλων παιδιών, των παλικαριών, που τραγουδούσαν τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια τους από το βράδυ της Παραμονής, όλη τη νύχτα μέχρι και ολόκληρη την Πρώτη μέρα των Χριστουγέννων.
«Τα ιννιά φα(γ)ιά»
Το βραδινό τραπέζι της Παραμονής των Χριστουγέννων, περιλαμβάνει «τα ιννιά φα(γ)ιά». Το βράδυ αυτό έπρεπε στο τραπέζι να είναι στρωμένο με εννέα φαγητά. Το κυρίως φαγητό ήταν τα φασόλια. Στο «σοφρά» υπήρχαν επίσης: λάχανο τουρσί, ελιές, χαλβάς, πατάτες, καρπούζι, σαραγλί, βαρβάρα, αλάτι, κρεμμύδι, σκόρδο, κ.α.
Τα χοιροσφάγια
Το Δωδεκαήμερο ξεκινά από την παραμονή των Χριστουγέννων και φτάνει μέχρι και τα Φώτα. Το Δωδεκαήμερο, άρχιζε από την Παραμονή των Χριστουγέννων, με το σφάξιμο των γουρουνιών που ήταν αυτό που κυριαρχούσε τη μέρα αυτή σ’όλα τα χωριά αλλά και σ’αυτές ακόμα τις πόλεις της Θράκης. Οι ίδιοι οι νοικοκυραίοι ή ομάδες μικρές ανδρών έσφαζαν τα γουρούνια τα δικά τους, των συγγενών τους, αλλά και γενικά όλου του χωριού. Όλοι τρέφανε γουρούνια στα σπίτια τους, στα κουμάσια, «γιατί Χριστούγεννα χωρίς χοιρινό κρέας στο σπίτι δεν μπορούσαν να νοηθούν». Μάλιστα το σφάξιμο των γουρουνιών ήταν παλιό έθιμο, κατάλοιπο μάλιστα κάποιας ειδωλολατρικής λατρείας. Οι Ρωμαίοι στα Σατουρνάλια, που γιορτάζονταν στις 17-25 Δεκεμβρίου, θυσιάζανε χοίρους στον Κρόνο και στη Δήμητρα, για να δώσει η γη καλούς και πλούσιους καρπούς.
Από το γουρούνι που σφάζονταν, προκύπτει και ένα μοναδικό θρακιώτικο έδεσμα, αυτό της Μπάμπως, που είναι το έντερο του γουρουνιού γεμιστό με κρέας, ρύζι και μπαχαρικά. Από το γουρούνι που έσφαζαν την παραμονή δεν πετιόταν τίποτα. Η Μπάμπω ήταν το πρώτο φαγητό που θα έτρωγε η οικογένεια μετά από τη νηστεία των 40 ημερών, μάλιστα το έβραζαν όλη τη νύχτα σε σιγανή φωτιά για να είναι έτοιμο όταν θα γύριζε η οικογένεια από την εκκλησία. Γι’ αυτό η μπάμπω έχει καθιερωθεί ως ένας παραδοσιακός µεζές για το πρωί των χριστουγέννων.
“Μπάμπω” σημαίνει “γιαγιά” ή “μαμή”, κάποιο πρόσωπο δηλαδή με μεγάλο κύρος στη κοινωνία.
Άλλο ένα χαρακτηριστικό φαγητό ήταν η Πουσουρτί, που αποτελείται από χοιρινό κρέας, το οποίο διατηρούνταν μέσα στο λίπος του. Σε όλα τα χωριά υπήρχε πολύ έντονο το αίσθημα της αλληλεγγύης, όπως χαρακτηριστικά μας είπε ο κ. Βραχιόλογλου, μιας και το κρέας το μοιράζονταν πάντα με τις οικογένειες που δεν είχαν την δυνατότητα να θρέψουν ένα γουρούνι.
Οι μεταμφιέσεις
Στη διάρκεια του Δωδεκαημέρου, δηλαδή τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και τα Θεοφάνεια, οι μεταμφιέσεις ήταν οι χαρακτηριστικότερες εκδηλώσεις της γιορταστικής αυτής περιόδου. Σε πολλά χωριά του Έβρου τα κάλαντα τα έλεγαν μεταμφιεσμένοι “για να πάει καλά η χρονιά”, όπως έλεγαν. ‘Αγνωστοι με μεταμφίεση και με συνοδεία γκάιντας έψαλλαν σε κάθε σπίτι ειδικά κάλαντα ανάλογα με τα πρόσωπα της οικογένειας και τα επαγγέλματά τους. Οι μεταμφιεσμένοι αλλού λέγονται “Ρογκάτσια ή Ρογκατσιάρηδες” (Κορνοφωλιά, Μάντρα, Λάβαρα, Ασβεστάδες), αλλού “Μπαμπουδιαρέοι”, “Μπαμπούτσιαροι” (Ρήγιο), “Τσαμάλα”, “Καμήλα” στα Ρίζια, “Χριστιάσια” (στη Μάνη Διδυμοτείχου με αναπαράσταση γάμου), “Παβγινικό” (στις Καστανιές), “Τεμπελέκια” (στη Νέα Βύσσα), “Κορτοπούλα” (στο Φυλαχτό), κ.α. Στα κάλαντά τους περιέχονται παινέματα για τον κάθε νοικοκύρη και τα μέλη της οικογένειάς του, ενώ βασικό μέρος αποτελούσαν οι στίχοι που έλεγαν κατά τη μετάβαση από το ένα στο άλλο νοικοκυριό.
Ένα από τα έθιμα μεταμφιέσεων είναι «ο Πουρπούρς», το οποίο πραγματοποιούσαν οι κάτοικοι του Ισαακίου τη Δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων, πολλές φορές, όμως, και την Τρίτη. Καθαρό προσφυγικό έθιμο, το’φεραν το 1922 οι «Σακπασιώτες» από τα εφτά απέναντι χωριά της Ανατολικής Θράκης, όταν μετεγκαταστάθηκαν στις καινούργιες τους πατρίδες εδώ στη Δυτική Θράκη (από το Κούρτι, Τσαλί, Δανιήλιοι…).