Η διοίκηση του Κέντρου Υγείας Σαμοθράκης διαψεύδει κατηγορηματικά τις δηλώσεις του παιδιάτρου κυρίου Αλέξανδρου Βάκαλου περί «τιμωρητικής» τακτικής και «ανθρωποκτόνων» συνθηκών εργασίας.
Υπενθυμίζεται, ότι ο κύριος Βάκαλος την προηγούμενη εβδομάδα είχε προβεί σε δηλώσεις, προκειμένου να γνωστοποιήσει προς τους αρμοδίους αλλά και στην τοπική κοινωνία την κατάσταση που βιώνει και την αγανάκτηση που νιώθει το τελευταίο διάστημα, ο οποίος αξίζει να τονιστεί, ότι υπηρετεί στο Κέντρο Υγείας από το 2020.
Ο κύριος Βάκαλος κατήγγειλε, ότι τα προβλήματα του, ουσιαστικά ξεκίνησαν από τη στιγμή που έφυγε από το νησί ο άλλος συνάδελφος του, ο ιδιώτης παιδίατρος με τον οποίο συνεργαζόταν άψογα και δεν υπήρχε κανένα ζήτημα στην εξυπηρέτηση των παιδιατρικών περιστατικών.
Βέβαια κατά τον κύριο Βάκαλο ο ιδιώτης παιδίατρος δεν έφυγε, γιατί έληξε η σύμβαση του, αλλά παραιτήθηκε, γιατί αναγκάστηκε από τις ίδιες καταστάσεις που ζούσε και αυτός. Έτσι το τελευταίο διάστημα ο κύριος Βάκαλος έμεινε μόνος του με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το λειτούργημα του.
Ο ίδιος λοιπόν κατήγγειλε μέσω επιστολής που έγραψε προς τους ιθύνοντες, πως η κατάσταση αυτή δεν πάει άλλο, το γεγονός ότι έμεινε μόνος του δεν σημαίνει, ότι πρέπει να εφημερεύει 30 μέρες το μήνα επί 24 ώρες, συνθήκες που δεν τον αφήνουν να κάνει κανένα προσωπικό προγραμματισμό και που τον έχουν εξαντλήσει ψυχικά κάνοντας τον να αισθάνεται πως κανείς δεν του δίνει σημασία και πως οι υπευθυνοι αδιαφορούν για την σοβαρότητα των γεγονότων.
Ο κύριος Βάκαλος υποστήριζε μέσω της επιστολής τους, πως δεν μπορεί να συνεννοηθεί με κανέναν, όσες προσπάθειες και αν έχει κάνει για να βρεθεί λύση, γιατί λύση υπάρχει, αλλά κάποιοι με την επίμονη και ανεξήγητη στάση που επιδεικνύουν είναι σαν να τον τιμωρούν.
Η παραίτηση δεν είναι σκοπός ή επιθυμία αλλά, όπως έλεγε δεν του έχουν μείνει αλλά περιθώρια αντίδρασης, οι δικαιολογίες που ακούει, είναι σαν τον εμπαίζουν και αυτό δεν μπορεί άλλο να συνεχιστεί, ζητώντας αξιοπρέπεια και ίση μεταχείριση στον προγραμματισμό των εφημεριών με τους υπόλοιπους γιατρούς που υπηρετούν στο κέντρο υγείας, για να είναι παραγωγικό το έργο του προς τους κατοίκους και τους επισκέπτες.
Σε όλα αυτά η διοίκηση του Κέντρου Υγείας απαντά:
«Τα λεγόμενα αλλά και οι υπαινιγμοί του εν λόγω προσώπου είναι αναληθείς και προσβλητικοί, υποτιμώντας τόσο το έργο των συναδέλφων του στο ΚΥ, όσο και του ιδίου.
Για την αποκατάσταση την αλήθειας, παραθέτουμε παρακάτω τα πραγματικά στοιχεία και τις λεπτομέρειες των γεγονότων, όπως αυτά εκτυλίχθηκαν.
Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, επί δεκαπέντε (15) συναπτά έτη, το ΚΥ Σαμοθράκης και εκ του αποτελέσματος η νήσος δεν είχε παιδίατρο. Επί δεκαπέντε (15) λοιπόν χρόνια όλα τα περιστατικά που αφορούσαν παιδιά και εφήβους εξετάζονταν προσωπικά είτε από τον διευθυντή του ΚΥ, είτε από τους συναδέλφους Γενικούς Ιατρούς. Παράλληλα, διοργανώσαμε και συντονίσαμε δράσεις του Εθνικού Προγράμματος Εμβολιασμών Παιδιών και Εφήβων (ΕΠΕ), στην προσπάθεια του σφαιρικού και ολοκληρωμένου προληπτικού και θεραπευτικού έργου στον παιδικό και εφηβικό πληθυσμό.
Με την έλευση των δύο (2) Παιδιάτρων στη νήσο, το ΚΥ έσπευσε να τους αγκαλιάσει και να δημιουργήσει τις καλύτερες δυνατές συνθήκες διαμονής, φιλοξενίας και φυσικά εργασίας τους εδώ – όπως δηλαδή απαιτείται και όπως πράττει με την έλευση κάθε νέου συναδέλφου.
Αυτό που επιθυμεί το ΚΥ και φυσικά η τοπική κοινότητα της νήσου αναφορικά με το εν λόγω ζήτημα, είναι οι παιδίατροί της να παρίστανται όσο το δυνατόν περισσότερες μέρες κάθε μήνα και να καλύπτουν το νησί για ορισμένες αργίες, καθώς εκείνες τις μέρες είναι αυξημένη η ανάγκη παρουσίας τους εδώ. Αυτό, φυσικά, δε σημαίνει ότι ενθαρρύνεται ή επιβάλλεται ο υπερβάλλον ζήλος πέραν των ανθρωπίνων δυνατοτήτων τους. Οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί μεθοδευμένης προσπάθειας εξουθένωσης οποιουδήποτε εργαζομένου του ΚΥ είναι και θα πρέπει να θεωρείται παράλογη – η διατήρηση της ποιότητας της παρεχόμενης υγείας στο νησί είναι μεγίστη προτεραιότητά μας.
Αναφορικά με τον συγκεκριμένο Παιδίατρο, ως μόνιμος ιατρός του ΚΥ, οφείλει να παραμένει στη Σαμοθράκη και όχι να συσσωρεύει τις εφημερίες του και να αποχωρεί, αφήνοντας ακάλυπτο το νησί από υπηρεσίες Παιδιάτρου.
Εκτός των άλλων, όπως άλλωστε στοιχειοθετείται και από τους ίδιους, ο εν λόγω Παιδίατρος αρνείται να συνεργαστεί με το προσωπικό του ΚΥ και επανειλημμένα ιεραρχεί τα προσωπικά του συμφέροντα ως σημαντικότερα από το κοινό καλό. Μάλιστα, αρνούμενος να προβεί στην ενοικίαση ενός χώρου για τη διαμονή του, προέβη στην κατάληψη του Εφημερίου Ιατρών, εμποδίζοντας έτσι την ανάπαυση των υπόλοιπων συναδέλφων στις εφημερίες τους.
Τέλος, κατά την τουριστική περίοδο Ιούλιος – Αύγουστος 2024, ζητήθηκε από τον συγκεκριμένο ιατρό να παραμείνει στο νησί για να αντιμετωπίσει παιδιατρικά περιστατικά που ενδέχεται να ανακύψουν. Ο ίδιος, λοιπόν, αποφάσισε να λείψει τριάντα (30) μέρες, δηλαδή ολόκληρο το μήνα του Ιουλίου, επικαλούμενος αναρρωτική άδεια.
Για δεκαετίες τώρα, το βασικό ιατρικό έργο στο νησί επιτελούν οι Γενικοί Ιατροί, οι οποίοι καλούνται να αντιμετωπίσουν και να διαχειριστούν περιστατικά που έχουν δοκιμάσει τις αντοχές και δυνάμεις τους – περιστατικά καρδιολογικά, ορθοπεδικά, χειρουργικά, και ως εκ τούτου, και παιδιατρικά.
Είναι αλήθεια ότι ο όγκος δουλειάς των Γενικών Ιατρών δε συγκρίνεται με αυτόν που καλούνται να διαχειριστούν οι Παιδίατροι (ενδεικτικά, στο νησί διαμένουν περί τα τετρακόσια 400 παιδιά και έφηβοι). Αυτό φυσικά και δε σημαίνει ότι υποτιμάται ή υπονομεύεται με οποιονδήποτε τρόπο ο ρόλος και το σημαντικό έργο που καλείται να επωμιστεί όποιος στελεχώνει την οργανική αυτή θέση. Κρίνεται αρνητικά, όμως, όποιος υπονομεύει το φόρτο εργασίας των συναδέλφων του και επιθυμεί διακαώς μεροληπτική και ειδική μεταχείριση εις βάρων των άλλων. Όλα τα μέλη του προσωπικού του ΚΥ είναι ισότιμα και βαρυσήμαντα για την εύρυθμη λειτουργία του, μηδενός εξαιρουμένου.
Το μόνο θετικό, λοιπόν, που θα μπορούσε να πράξει ο εν λόγω Παιδίατρος, είναι το απολύτως στοιχειώδες και δεδομένο, αυτό που του ζητήθηκε και αυτό που απαιτείται από κάθε επαγγελματία στον χώρο της υγείας, αλλά και από κάθε επαγγελματία εργαζόμενο εν γένει: να συνεργάζεται αρμονικά με το προσωπικό και τους συναδέλφους του, και να εκτελεί ορθώς τα καθήκοντά που έχει επωμιστεί».