Οι τιμές των τροφίμων έχουν αυξηθεί τουλάχιστον 30,5% από τις αρχές της ανόδου του πληθωρισμού μέχρι σήμερα, ενώ ο μέσος μισθός κατά 12%
Με διπλάσιο ρυθμό σε σχέση με την πορεία του μέσου εισοδήματος τρέχουν από το 2021 μέχρι σήμερα οι τιμές των τροφίμων, αναγκάζοντας τα νοικοκυριά είτε να μειώσουν καταναλώσεις βασικών ειδών είτε να αυξήσουν το ποσοστό του εισοδήματός τους που διαθέτουν για τα είδη διατροφής, κόβοντας όμως από αλλού.
Οι τιμές των τροφίμων έχουν αυξηθεί κατά τουλάχιστον 30,5% σε μέσο όρο από τις αρχές της ανόδου του πληθωρισμού μέχρι σήμερα. Η δυσαρέσκεια για τις τιμές των τροφίμων δεν οφείλεται μόνο στις ανατιμήσεις. Έχει να κάνει και με το γεγονός ότι αυτές οι ανατιμήσεις ήταν μεγαλύτερες αναλογικά με την πορεία του μέσου εισοδήματος. Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά. Από το 2021 μέχρι το τέλος του 2023 ο μέσος μισθός στην Ελλάδα (και μάλιστα ο μέσος μεικτός μισθός, διότι ο καθαρός έχει ακόμη μικρότερη αύξηση λόγω κρατήσεων για φόρους και ασφαλιστικές εισφορές) έχει αυξηθεί κατά 12% (από τα 1.117 ευρώ το 2021 στα 1.251 ευρώ το 2023 με βάση τα επίσημα στοιχεία του Πληροφοριακού Συστήματος Εργάνη). Κατά το ίδιο διάστημα, ο πληθωρισμός τροφίμων τρέχει με ρυθμό άνω του 30%. Το πρόβλημα γίνεται σαφώς μεγαλύτερο για τους έχοντες τα χαμηλότερα εισοδήματα. Αυτό συμβαίνει διότι χρειάζεται να διαθέσουν μεγαλύτερο κομμάτι του εισοδήματός τους για να καλύψουν την ανάγκη σίτισης. Αν το 2021 ένα νοικοκυριό είχε χαμηλό εισόδημα 750 ευρώ, έπρεπε να διαθέσει το 20% του εισοδήματος μόνο για τρόφιμα. Με την αύξηση της δαπάνης των τροφίμων κατά 30% στο διάστημα 2021-2024 και με αντίστοιχη της τάξης του 12% στον μισθό, η αναλογία ανεβαίνει περίπου κοντά στο 25%.
Συνθήκες φτώχειας
Την ίδια ώρα, πρωταθλητισμό στη φτώχεια κάνει Ελλάδα σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς ο 1 στους 4 ανθρώπους που ζουν στη χώρα μας αντιμετωπίζει κίνδυνο φτώχειας ή/και κοινωνικού αποκλεισμού. Πρόκειται για ακόμη μία αρνητική συνθήκη για τους πολίτες στην Ελλάδα, όπως καταγράφεται από τη Eurostat, διαψεύδοντας το κυβερνητικό αφήγημα περί καλυτέρευσης των συνθηκών, κάτι που αποτυπώθηκε και στις πρόσφατες ευρωκάλπες.
Τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα εμφανίζουν την Ελλάδα ως την 4η φτωχότερη χώρα της Ευρώπης, με το 26% του πληθυσμού (2,4 εκατομμύρια) να διαβιοί σε νοικοκυριά που αντιμετωπίζουν τουλάχιστον έναν από τους παρακάτω κινδύνους: φτώχεια, ακραία υλική και κοινωνική αποστέρηση, και/ή διαβίωση σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας. Εκεί όμως που παρατηρείται η μεγαλύτερη επιδείνωση είναι στα ποσοστά όσων ζουν σε συνθήκες σοβαρής υλικής στέρησης, τα οποία αυξήθηκαν αισθητά στο 16,6% (από 15,6%). Ο δείκτης αυτός αντανακλά και τις οδυνηρές επιπτώσεις της ακρίβειας όσο και της στεγαστικής κρίσης στις ζωές των πολιτών, και ιδίως των ασθενέστερων νοικοκυριών. Χαρακτηριστικά, το 2023 εκτοξεύθηκε στο 47,3% το ποσοστό των νοικοκυριών που δυσκολεύονται να πληρώσουν δάνεια, ενοίκια και λογαριασμούς, από 29,1% το 2022. Στα φτωχά νοικοκυριά το ποσοστό αυτό αγγίζει δυσθεώρητα ύψη, φτάνοντας σχεδόν στο 80%.
Επίσης, το 2023 αυξήθηκαν στο 44,3% εκείνοι που δεν μπορούν να ανταποκριθούν σε έκτακτες αλλά αναγκαίες δαπάνες, ύψους περίπου 438 ευρώ, ποσοστό που για τα φτωχά νοικοκυριά αγγίζει το 77,3%. Τέλος, αυξημένοι ήταν και οι δείκτες υλικής στέρησης που αφορούν την επισιτιστική ασφάλεια, αφού το 10,9% του συνόλου του πληθυσμού (από 10% το 2022) αδυνατεί να πληρώσει για δαπάνες διατροφής που να περιλαμβάνει κάθε δεύτερη μέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης διατροφικής αξίας, ποσοστό που για τους φτωχούς εκτοξεύεται.