Φτωχοί και στις διακοπές: Η Eurostat «δείχνει» την Ελλάδα της οικονομικής αδυναμίας

Αποκαρδιωτικά τα στοιχεία: Κοινωνική και οικονομική ασφυξία με αριθμούς που δεν επιδέχονται παρερμηνείας

Σε εποχές που η ανάγκη για ξεκούραση μοιάζει επιτακτική, οι διακοπές για πολλούς Έλληνες παραμένουν ένα άπιαστο όνειρο. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, σχεδόν ένας στους δύο Έλληνες (46%) δεν είχε τη δυνατότητα να φύγει ούτε για μία εβδομάδα από το σπίτι του το 2024, εξαιτίας οικονομικών δυσκολιών.

Το ποσοστό αυτό είναι σχεδόν διπλάσιο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ο οποίος διαμορφώνεται στο 27%. Η σύγκριση είναι αποκαλυπτική: η Ελλάδα συγκαταλέγεται ανάμεσα στις χώρες με τη μεγαλύτερη αδυναμία χρηματοδότησης διακοπών από τους πολίτες της, πίσω μόνο από τη Ρουμανία, όπου το ποσοστό άγγιξε το 58,6%.

Αντίθετα, χώρες όπως το Λουξεμβούργο (8,9%), η Σουηδία (11,6%) και η Ολλανδία (13%) καταγράφουν τους χαμηλότερους δείκτες «τουριστικού αποκλεισμού», επιβεβαιώνοντας για ακόμα μία φορά το χάσμα μεταξύ του ευρωπαϊκού Βορρά και του Νότου.

Η εικόνα δεν είναι εντελώς ζοφερή σε επίπεδο Ε.Ε., καθώς σε σχέση με το 2023, το ποσοστό των Ευρωπαίων που δεν μπόρεσαν να κάνουν διακοπές μειώθηκε κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα, συνεχίζοντας μια πτωτική τάση που ξεκίνησε από το 2014. Ωστόσο, το 27% εξακολουθεί να αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού, που αδυνατεί να αντεπεξέλθει ακόμη και σε μία εβδομάδα χαλάρωσης μακριά από την καθημερινότητα.

Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα -παρά τη μακρά τουριστική της παράδοση και τις ανεξάντλητες φυσικές ομορφιές της- παραμένει μία χώρα όπου ο τουρισμός είναι ευκολότερα προσβάσιμος για τους επισκέπτες παρά για τους ίδιους τους πολίτες της. Οι υψηλοί δείκτες ανεργίας, η πίεση στο εισόδημα και το αυξανόμενο κόστος ζωής έχουν καταστήσει τις διακοπές είδος πολυτελείας για πολλούς

Η Ελλάδα καταγράφει τη δεύτερη χειρότερη επίδοση στην Ε.Ε.
Μόνο η Ρουμανία βρίσκεται σε χειρότερη θέση, με 58,6% των πολιτών της να δηλώνουν αδυναμία για διακοπές. Ακόμα και χώρες όπως η Βουλγαρία και η Ουγγαρία καταγράφουν βελτιώσεις – με την τελευταία να μειώνει αισθητά το ποσοστό του «τουριστικού αποκλεισμού» των πολιτών της. Στην Ελλάδα, όμως, η κατάσταση χειροτερεύει: από το 43% το 2023, πήγαμε στο 46% το 2024. Όχι μόνο δεν υπάρχει βελτίωση, αλλά καταγράφεται οπισθοδρόμηση.

Η «ανάπτυξη» που δεν φτάνει ποτέ στον πολίτη
Την ώρα που η κυβέρνηση παρουσιάζει στατιστικά για αύξηση του τουρισμού, επενδύσεις, αφίξεις, ρεκόρ, και «παγκόσμια εικόνα αξιοπιστίας», ο μισός πληθυσμός δεν έχει χρήματα να δει τη θάλασσα για επτά ημέρες. Η φτώχεια –όχι η απόλυτη, αλλά η φτώχεια της καθημερινότητας, της αξιοπρέπειας, της ανάσας– αγγίζει πλέον ευθέως τη μέση οικογένεια, τον εργαζόμενο, τον συνταξιούχο, τον νέο.

«Καλάθια», δόσεις, και καλοκαίρια με ανεμιστήρα
Αυτή η αόρατη ανάπτυξη –που ευδοκιμεί μόνο σε Excel και PowerPoint– αφήνει πίσω χιλιάδες νοικοκυριά να παλεύουν με ακρίβεια, ανατιμήσεις και μια καθημερινότητα που γίνεται δυσβάσταχτη. Όσο η πολιτεία αναπαύεται στις δάφνες της «τουριστικής υπερδύναμης», οι πολίτες συμβιβάζονται με διήμερα σε φιλικά σπίτια, άδειες χωρίς μετακίνηση, παιδιά που δεν θα δουν φέτος τη θάλασσα.

Η αντίφαση που γίνεται κοινωνικό ρήγμα
Μέσα σε όλα αυτά, είναι τουλάχιστον κυνικό να μιλάμε για επιτυχίες χωρίς να κοιτάμε το κοινωνικό κόστος. Η φτώχεια των διακοπών δεν είναι μόνο ζήτημα «πολυτέλειας» — είναι καθρέφτης κοινωνικής συνοχής και ποιότητας ζωής.

Το ερώτημα δεν είναι πια αν έρχεται η ανάπτυξη.
Το ερώτημα είναι ποιον αφορά.