Την απελευθέρωση της και την ενσωμάτωση της στον εθνικό κορμό γιορτάζει στις 14 Μαΐου η Αλεξανδρούπολη. Φέτος συμπληρώνονται 104 χρόνια από το γεγονός αυτό.
Η σύγχρονη ιστορία της Αλεξανδρούπολης ξεκινάει τον 19ο αιώνα όταν ψαράδες από τη γειτονική Αίνο στήνουν ένα μικρό οικισμό με το όνομα Δεδέ-Αγάτς (δέντρο του ερημίτη ή παλιό δέντρο στα τούρκικα).
Στα τέλη του ίδιου αιώνα η πόλη αποκτά πολυπολιτισμικό χαρακτήρα, καθώς καταφθάνουν Έλληνες, Αρμένιοι, Τούρκοι, Φραγκολεβαντίνοι, Εβραίοι και Βούλγαροι – έμποροι, τεχνίτες, ναυτικοί για την κατασκευή του σιδηροδρόμου. Το 1878 το Δεδέ-Αγάτς κατοχυρώνεται στη Ρωσία με τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Οι νέοι κατακτητές ανακαινίζουν την ρυμοτομία της πόλης και την καθιερώνουν ως μια πόλη, υπόδειγμα ρυμοτομίας, με μεγάλους και φαρδείς κάθετους δρόμους προς την παραλία. Παράλληλα, κατασκευάζεται ο Φάρος, το σήμα κατατεθέν της πόλης. Ακόμα και με την βίαιη προσάρτηση της πόλης στην Βουλγαρία το 1885 δεν μπόρεσε να σταματήσει η ανάπτυξή της. Συνεχώς κατασκευάζονται δημόσια έργα, ναοί, σχολεία και νοσοκομείο. Το 1897 η πόλη καλωσορίζει το περίφημο Οριάν Εξπρές που ενώνει την Θεσσαλονίκη με την Κωνσταντινούπόλη.
Το 1905 διορίζεται πρόξενος της πόλης ο Ίωνας Δραγούμης, μετά τη Φιλιππούπολη όπου βρισκόταν. Στις 8 Νοεμβρίου του 1912, το Δεδέαγατς καταλήφθηκε από τις βουλγαρικές δυνάμεις. Η Βουλγαρία και η Ελλάδα ήταν σύμμαχοι κατά τη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, αλλά αντίπαλοι στον Β’ Βαλκανικό. Το Δεδέαγατς κατελήφθη αυτή τη φορά από τις ελληνικές δυνάμεις στις 11 Ιουλίου 1913. Ωστόσο, με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (10 Αυγούστου του 1913) η πόλη ξαναπέρασε στα χέρια της Βουλγαρίας μαζί με την υπόλοιπη Δυτική Θράκη. Η πόλη σχεδόν ερημώνει από Έλληνες που δεν αντέχουν να βλέπουν να χαλάει ότι αγαπήσανε. Οι Βούλγαροι καταστρέφουν μνημεία, αρχεία και ιστορικά κτίρια. Μετά το τέλος του Α’ Παγκόσμιου πολέμου όσοι κάτοικοι είχαν απομείνει, πανηγυρίζουν την ήττα της Βουλγαρίας από τις συμμαχικές δυνάμεις και την ένωση της Θράκης με την Ελλάδα (συνθήκη Νεϊγύ, 1919).
Το Δεδέ-Αγάτς κυβερνείται προσωρινά από μια Διασυμμαχική Διοίκηση, με κυβερνητικό αντιπρόσωπο τον Χαρίσιο Βαμβακά, συνεργάτη του Ελευθέριου Βενιζέλου. Ο Βαμβακάς κατορθώνει να ενσωματώσει την περιοχή στον Ελληνικό διοικητικό οργανισμό, πριν ακόμη επιδικαστεί στην Ελλάδα. Μέχρι που έρχεται η 14η ΜΑΙΟΥ 1920 και η απελευθέρωση της πόλης από την 9η Μεραρχία Σερρών, με διοικητή τον Επ. Ζυμβρακάκη. Γίνεται υποστολή της γαλλικής σημαίας και έπαρση της Ελληνικής από τον Κων/νο Μαζαράκη-Αινιάν. Ο αστυνομικός διευθυντής Κ. Δανιήλ παραδίδει την πόλη που αποκτά επιτέλους το πρώτο της ελληνικό όνομα, Νέαπολη το οποίο όμως δεν θα το κρατήσει πολύ γιατί οι τοπικές αρχές την ξαναβαφτίζουν Αλεξανδρούπολη, προς τιμήν του βασιλιά Αλεξάνδρου, ο οποίος πηγαίνοντας να απελευθερώσει την Ανδριανούπολη πέρασε από την περιοχή.
Από το 1920 κι έπειτα η ιστορία και η μοίρα της πόλης μας ταυτίζεται πλέον με την ευρύτερη εθνική